- καταπλεύσει
- καταπλέωaor subj act 3rd sg (epic)καταπλέωfut ind act 3rd sgκαταπλέωfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κόδριγκτον, Έντουαρντ — (Edward Codrington, 1770 – 1851). Άγγλος ναύαρχος. Εκπαιδεύτηκε στο κολέγιο του Χάρι και κατατάχτηκε στο ναυτικό το 1783. Διακρίθηκε στον βομβαρδισμό του Φλίσινγκεν και στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, ως κυβερνήτης του πολεμικού Ωρίων, ενώ… … Dictionary of Greek
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek
Μπασιάς — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από το Απανωχώρι της Κρήτης. 1. Αντώνιος ή Μπασιαδαντώνης (; – 1817). Εγγονός ή ανιψιός του Σταμάτη (βλ. 13.). Το 1770 σκότωσε δύο ένοπλους γενίτσαρους, επειδή τον ανάγκασαν να εκτελέσει κάποια αγγαρεία.… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek